- πέρκα
- (perca). Γένος ψαριών της οικογένειας των Περκιδών. Είναι ψάρια του γλυκού νερού των εύκρατων περιοχών. Η π. έχει αγκάθια και σώμα μακρουλό, σκεπασμένο με κτενοειδή λέπια. Η π. η ποτάμια, είναι διαδομένη στη Β. Ευρώπη. Ζει όμως και στην Ελλάδα, στις λίμνες της Θεσσαλίας, και είναι γνωστή και με τα ονόματα περκί, περκίδα, λαπίνα και περκόχανο. Είναι ψάρι αδηφάγο, που τρέφεται με έντομα και μικρά ψάρια. Το μήκος του φτάνει τα 35 εκ. και ο χρωματισμός του ποικίλλει ανάλογα με τις εποχές και το περιβάλλον. Έχει δυο ραχιαία πτερύγια το ένα από τα οποία είναι οπλισμένο με μυτερά κεντριά.
Η πέρκα ή πέρκη, που ζει σε όλα τα βάθη, αλλά ιδιαίτερα σε βάθος 0,5-1 μ., μόνη της ή σε μικρές ομάδες. Γεννά τα αβγά της την άνοιξη, από τον Μάρτιο έως τον Μάιο, αμέσως μόλις το νερό αποκτήσει θερμοκρασία 14°C. Τα αβγά, διαμέτρου 2 χλστ., ενώνονται σε αλυσίδες και παράγονται σε αναλογία 80.000 -100.000 κατά χιλιόγραμμο βάρους της μητέρας. Κυριότερο είδος του γένους είναι η π. η ποταμία, πολύ διαδεδομένη σε διάφορες χώρες της Βόρειας Ευρώπης· υπάρχει όμως και στην Ελλάδα. Είναι ψάρι αδηφάγο και τρέφεται με έντομα, γόνους και μικρά ψάρια. Το κρέας της είναι πολύ νόστιμο και δεν έχει πολλά κόκκαλα. Στην ίδια οικογένεια ανήκει και το γένος σάνδηρή λουκιοπέρκη, τα είδη του οποίου είναι διαδεδομένα στη Γαλλία και στη λεκάνη του Ρήνου.
Η πέρκα είναι περιζήτητο ψάρι για τη νόστιμη σάρκα της. Στην Ελλάδα ζει κυρίως στις λίμνες της Θεσσαλίας αλλά εκτρέφεται και σε ειδικά ιχθυοτροφεία.
* * *η, Νβλ. πέρκη.
Dictionary of Greek. 2013.